θέρμαστις

θέρμαστις
θέρμαστις, ιδος, , perh.
A = θέρμαστρις, παρυφὴν ἔχει θέρμαστιν, of a garment, IG22.1514.29, 1515.21, 1516.8 (iv B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θέρμαστις — και θερμαστίς, ίδος, ἡ (Α) η θερμαστρίδα, η τσιμπίδα για τα κάρβουνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί θέρμαστρις (βλ. θερμαστρίδα)] …   Dictionary of Greek

  • θέρμαστις — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμάστιον — θερμάστιον, τὸ (Α) [θέρμαστις] θερμαστρίδα, μασιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”